- ἀμουσότερα
- ἄμουσοςwithout songneut nom/voc/acc comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀμουσοτέρα — ἀμουσοτέρᾱ , ἄμουσος without song fem nom/voc/acc comp dual ἀμουσοτέρᾱ , ἄμουσος without song fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λείβηθρον — λείβηθρον, τὸ (ΑM) 1. υγρός τόπος, τόπος με υγρασία 2. διώρυγα αρχ. 1. (ως τοπωνύμιο) τὸ Λείβηθρον ορεινή περιοχή τής Θράκης, όπου κατοικούσε ο Ορφέας 2. παροιμ. «ᾄδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων» και «Λειβηθρίων άνοητότεροι» λεγόταν επειδή οι… … Dictionary of Greek